- αμνημόνευτος
- [амнимонэфтос] еж. неупомянутый, забытый,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἀμνημόνευτος — unmentioned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… … Dictionary of Greek
αμνημόνευτος — η, ο 1. αυτός που δε μνημονεύεται, δεν αναφέρεται: Στην πραγματεία σου άφησες αμνημόνευτες σπουδαίες εργασίες στο θέμα αυτό. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να θυμηθεί: Μου μιλάς για πράγματα που έγιναν πριν από αμνημόνευτα χρόνια. 3. αυτός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμνημόνευτον — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem acc sg ἀμνημόνευτος unmentioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημονεύτους — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημονεύτων — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημονεύτῳ — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημόνευτα — ἀμνημόνευτος unmentioned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημόνευτοι — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
αστηλίτευτος — η, ο (Α ἀστηλίτευτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στηλιτευθεί, που δεν έχει κατηγορηθεί δημόσια με σκληρότητα αρχ. εκείνος του οποίου το όνομα δεν έχει αναγραφεί σε επιτύμβια στήλη, ο αμνημόνευτος … Dictionary of Greek